- κλίφι
- το наволочка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλίφι — και κλύφι, το 1. κιλίφι* 2. κονδυλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κιλίφι] … Dictionary of Greek
κλύφι — το βλ. κλίφι … Dictionary of Greek
κελίφι, το — και κλίφι,το (λ. τουρκ.), μαξιλαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)